- ἀμύναι
- ἀμύ̱ναῑ , ἀμύνωkeep offaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμῦναι — ἀμύνω keep off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμυναι — ἄμῡναι , ἀμύνω keep off aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… … Dictionary of Greek